- κυμβητιώ
- κυμβητιῶ, -άω (Α) [κύμβη (II)]πέφτω με το κεφάλι, κάνω βουτιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύμβη — (I) η (AM κύμβη) νεοελλ. ναυτ. 1. κοντή και πλατιά βάρκα που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων 2. πτυσσόμενη βάρκα τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο σκελετός της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν … Dictionary of Greek